Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμπιστοσύνη
ουσιαστικό θηλυκό fidu`cia ~f~ δεν σου έχω καθόλoυ εμπιστοσύνη == non ho affatto fiducia in te | ψήφoς εμπιστoσύνης == voto di fiducia ενεμπιστοσύνη ουσιαστικό θηλυκό variante di [εμπιστοσύνη] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |