Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμπιστεύομαι  
ρήμα παθητικό

1 fida`rsi, ave`re fidu`cia τον εμπιστεύομαι γιατί είναι τίμιος == mi fido di lui perché è onesto
2 affida`re σου εμπιστεύομαι την κόρη μoυ == ti affido mia figlia | εμπιστεύoμαι την ψυχή μoυ στο Θεό == affidare l'anima a Dio
3 confida`re μoυ εμπιστεύτηκε τα μυστικά του == mi ha confidato i suoi segreti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έμπιστα εμπιστευτικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---