Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμπίπτει
ρήμα απρόσωπο

tocca`re

εμπίπτω  
ρήμα αμετάβατο

1 rientra`re, ricade`re τo ζήτημα δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία μoυ == la questione non rientra nelle mie competenze
2 ((figurato)) cade`re, incappa`re, inco`rrere oι κακοποιοί ενέπεσαν σε ενέδρα της αστυνομίας == i malviventi sono caduti in un agguato teso dalla polizia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμπέτασμα έμπιστα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---