Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βάναυσος  
επίθετο

bruta`le; bruto; crude`le βάναυση συμπεριφορά==comportamento brutale | βάναυσα ένστικτα==istinti bruti

βαναυσότατος
επίθετο

superlativo di [βάναυσος]

βαναυσότερος
επίθετο

comparativo di [βάναυσος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βάναυσα βαναυσότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---