Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βάνα  
ουσιαστικό θηλυκό

va`lvola ~f~ di sicure`zza (per interro`mpere o regola`re il flusso dell'a`cqua)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαμπ βανάδιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---