Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάζω
ρήμα μεταβατικό 1 me`ttere, porre, posa`re βάζω το τηγάνι στη φωτιά==mettere la padella sul fuoco | βάζω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο==giurare sul Vangelo 2 deposita`re, colloca`re, me`ttere έβαλες τα λεφτά στην τράπεζα;==hai depositato i soldi in banca? 3 me`ttere in conto, conta`re, calcola`re βάλτε το στο λογαριασμό μου==me lo metta in conto | βάλτε το κρασί στο λογαριασμό;==ha messo anche il vino sul conto? 4 φορώ me`ttersi, indossa`re, infila`rsi θα βάλω το καινούργιο μου πουκάμισο==mi metterò la camicia nuova | φόρεσε το πουλόβερ σου προτού βγεις==infilati il maglione prima di uscire 5 me`ttere, assegna`re, porre, nomina`re με έβαλαν σκοπιά==mi hanno messo di guardia | τον έβαλε υπεύθυνο προσωπικού==l'ha nominato capo del personale 6 far fare, spi`ngere, indu`rre δεν φταίω εγώ, αυτός με έβαλε να το κάνω==non è colpa mia, è stato lui che me l'ha fatto fare | τον έβαλαν να κλέψει==l'hanno spinto a rubare | τον έβαλαν με το ζόρι να υπογράψει==l'hanno costretto a firmare 7 porta`re, versa`re, offri`re βάλε μου να φάω==portami da mangiare | βάλε μας να πιούμε==versaci da bere | να σου βάλω κάτι να πιεις;==ti offro qualcosa da bere? 8 scuola (/di voti/) dare, assegna`re του έβαλαν καλό βαθμό==gli hanno dato un bel voto | του έβαλαν κακό βαθμό==gli hanno dato un brutto voto***το βάζω στα πόδια==darsela a gambe | δεν το βάζει κάτω==non si abbatte||non si dà per vinto | βάζω μπρος==mettere in moto £ βάζω νερό στο κρασί μου==venire a più miti consigli | βάζω στην άκρη χρήματα για ώρα ανάγκης==mettere dei soldi da parte per il momento del bisogno | τα βάζω με κάποιον==prendersela con qualcuno||mettersi contro qualcuno £ έβαλα τα δυνατά μου για να τον πείσω==ce l'ho messa tutta per convincerlo £ τον έβαλα στη θέση του==l'ho messo a posto||gli ho detto il fatto suo | πότε θα βάλεις μυαλό;==quando metterai la testa a posto? | μας έβαλε τα γυαλιά==ci ha dato una bella lezione; ci ha superato in abilità | η γυναίκα του τού έβαλε τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι==sua moglie lo fa rigare dritto; sua moglie lo comanda a bacchetta | μ' έβαλε πόστα==mi ha fatto una ramanzina; mi ha sgridato βάνω ρήμα μεταβατικό variante popolare di [βάζω] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαβάζω νερό στο κρασί μου = accettare di buon grado || βάζω ένα χέρι = dare una mano || το βάζω στα πόδια = darsela a gambe || βάζω απ' τη μέση κανέναν = fare fuori qualcuno || βάζω ταχύτητα = ingranare la marcia || βάζω τα δυνατά μου = mettercela tutta || βάζω σε ασφαλές μέρος = mettere al sicuro || βάζω στην άκρη = mettere da parte || βάζω στα σίδερα = mettere in prigione || βάζω μπρος = mettersi in moto || τα βάζω πείσμα να κάνω κάτι = ostinarsi a fare qualcosa || τα βάζω με κανέναν = prendersela con qualcuno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |