Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαθμολόγηση
ουσιαστικό θηλυκό scuola assegnazio`ne ~f~ del voto; votazio`ne ~f~ οι εξεταστές διαφώνησαν για τη βαθμολόγηση==gli esaminatori dissentirono sul voto da dare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |