Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαθμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 fisica grado ~m~ η θερμοκρασία ανέβηκε άλλους τρεις βαθμούς==la temperatura è salita di altri tre gradi 2 enologia percentuale alcolica grado ~m~ λικέρ 20 βαθμών==liquore di 20 gradi 3 scuola μαθήματος vo`to ~m~ τι βαθμό πήρες;==che voto hai preso? | αποφοίτησε με τον ανώτερο βαθμό==si è laureato a pieni voti, col massimo dei voti 4 militare grado ~m~ σύντομα θα προαχθεί σε βαθμό στρατηγού==fra breve sarà promosso al grado di generale 5 grammatica grado ~m~ θετικός βαθμός==gradi positivo | συγκριτικός βαθμός==grado comparativo | υπερθετικός βαθμός==grado superlativo 6 parentela grado ~m~ είμαστε τρίτου βαθμού συγγενείς==siamo parenti di terzo grado 7 gerarchia grado ~m~ σύντομα θα προαχθεί σε βαθμό διευθυντή==fra breve sarà promosso al grado di direttore permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο βαθμός Κελσίου = grado [αρσ.] centigrado Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |