Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάθρο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 piedista`llo ~m~, piedesta`llo ~m~; prede`lla ~f~; po`dio ~m~; basame`nto ~m~ έστησαν το άγαλμα στο βάθρο==hanno collocato la statua sul piedestallo | το βάθρο των νικητών==il podio dei vincitori 2 ((figurato)) pila`stro ~m~; colo`nna ~f~; base ~f~; fondame`nto ~m~ στο σχολείο είναι ένα από τα βάθρα της κοινωνίας==la scuola è uno dei pilastri della società permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |