Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαθαίνω  
ρήμα μεταβατικό

approfondi`re, re`ndere (più) profo`ndo βαθαίνω το πηγάδι==approfondire il pozzo

βαθαίνω
ρήμα αμετάβατο

diveni`re (più) profo`ndo; approfondi`rsi σ' αυτό το σημείο η θάλασσα βαθαίνει απότομα==in questo punto il mare diventa improvvisamente più profondo

βαθύνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

forma letteraria di [βαθαίνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βάζω βαθιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---