Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαθμίδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 gradi`no ~m~; scali`no ~m~ 2 musica grado ~m~ 3 ((figurato)) grado ~m~; gradi`no ~m~ η ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχίας==il più alto grado della gerarchia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |