Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαθμηδόν  
επίρρημα

gradatame`nte; gradualme`nte; per gradi; progressivame`nte η επιχείρηση αναπτύσσεται βαθμηδόν==la ditta cresce gradatamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαθιά βαθμιαία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---