Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαθουλώνομαι
ρήμα παθητικό

incava`rsi; infossa`rsi

βαθουλώνω  
ρήμα μεταβατικό

incava`re; re`ndere cavo

βαθουλώνω
ρήμα αμετάβατο

incava`rsi; infossa`rsi βαθούλωσαν τα μάγουλά της==le si sono incavate le guance | ο καναπές βαθούλωσε==in divano si è incavato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαθουλωμένος βαθουλωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---