Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάθος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 profondità ~f~ το ναυάγιο εντοπίστηκε στα 20 μέτρα βάθος==il relitto è stato localizzato a 20 metri di profondità 2 profondità ~f~; fondo ~m~; profo`ndo ~m~ στα βάθη της θάλασσας==in fondo al mare; nel profondo del mare | από τα βάθη της ψυχής==dal profondo dell'animo | εκ βάθους καρδίας==dal profondo del cuore | από τα βάθη της καρδιάς==dal profondo del cuore 3 sfondo ~m~, fonda`le ~m~ στο βάθος του πίνακα==sullo sfondo del quadro+++κατά βάθος==in fondo; tutto sommato | εις βάθος==in fondo; tutto sommato | σε βάθος==in fondo; tutto sommato permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαή του ύψους ή του βάθους = o la va o la spacca Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |