Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαποράκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 marineria vapore`tto ~m~ 2 ((gergale)) pi`ccolo spacciato`re ~m~ (di droga) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |