Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›βαποράκι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

βαποράκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 marineria vapore`tto ~m~
2 ((gergale)) pi`ccolo spacciato`re ~m~ (di droga)

permalink
‹ βάνω
βαπόρι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βανδαλισμός [ουσ αρσ ]
βάνδαλος {βανδάλ-ου...
βανίλια {χωρ. γεν....
βανιλίνη [θηλ.ουσ]
βάνω (έβαλα, βά...
βαποράκι {χωρ. γεν....
βαπόρι {βαπορ-ιού...
βαποριζατέρ [ουσ ουδ.]
βαπτίζω {βάπτισ-α,...
βάπτιση {-ης κ. -ί...
βάπτισις [θηλ.ουσ]
βάπτισμα {βαπτίσμ-α...
βαπτισμένος [επίθ.]
βαπτιστήριο {βαπτιστηρ...
βαπτιστής [ουσ αρσ ]
βάραθρο {βαράθρ-ου...
βαραθρώδης [επίθ.]
βαραθρωμένος [επίθ.]
βαραθρώνομαι [ρ. παθ.]
βαραθρώνω {βαράθρω-σ...


{{ID:BAPORAKI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti