Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάνδαλος
ουσιαστικό αρσενικό va`ndalo ~m~ ομάδα βανδάλων κατέστρεψε βιτρίνες καταστημάτων==un gruppo di vandali ha fracassato delle vetrine permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |