Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βανίλια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 botanica vani`glia ~f~
2 pa`sta ~f~ di vani`glia che si serve in un cucchiai`no in un bicchie`re d'acqua

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βάνδαλος βανιλίνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---