Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαναυσότητα
ουσιαστικό θηλυκό brutalità ~f~; crudeltà ~f~ τα παιδιά του τον μίσησαν για τη βαναυσότητά του==i figli lo odiarono per la sua brutalità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |