Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαμβάκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 botanica coto`ne ~m~ 2 coto`ne ~m~ idro`filo φυτεία βαμβακιού==piantagione di cotone βάμβαξ ουσιαστικό αρσενικό forma letteraria di [βαμβάκι ^-ιου, το^] μπαμπάκι ουσιαστικό ουδέτερο variante di [βαμβάκι] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο υδρόφιλο βαμβάκι = cotone [αρσ.] idrofilo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |