Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαμμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [βάφω] 2 dipi`nto; tinto; smalta`to βαμμένος τοίχος==muro dipinto | βαμμένα χείλη==labbra dipinte | βαμμένα νύχια==unghie smaltate | βαμμένα μαλλιά==capelli tinti 3 trucca`to μια έντονα βαμμένη κοπέλα==una ragazza molto truccata 4 ((figurato)) fana`tico; sfegata`to; convi`nto βαμμένος κομουνιστής==comunista sfegatato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |