Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανήμπορος  
επίθετο

1 de`bole; infe`rmo
2 ina`bile; incapa`ce; non in grado (di) είμαι ανήμπορος να σε βοηθήσω αυτή τη στιγμή==in questo momento non sono in grado di aiutarti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανημποριά ανήξερος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---