Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανηφόρα  
ουσιαστικό θηλυκό

sali`ta ~f~

ανηφοριά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ανηφόρα ^-ας, η^]

ανήφορος
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [ανηφόρα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανησυχών ανηφοράω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---