Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανηφόρα
ουσιαστικό θηλυκό sali`ta ~f~ ανηφοριά ουσιαστικό θηλυκό variante di [ανηφόρα ^-ας, η^] ανήφορος ουσιαστικό αρσενικό lo stesso che [ανηφόρα ^-ας, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |