Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανήσυχος  
επίθετο

1 inquie`to; agita`to; irrequie`to το πλήθος ήταν πολύ ανήσυχο==la folla era molto agitata | ανήσυχο ύπνος==sonno agitato
2 ansio`so μού έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα==mi lanciò uno sguardo ansioso
3 persona inquie`to ανήσυχο πνεύμα==spirito inquieto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανησυχία, (raro) ανησυχιά ανησυχώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---