Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανησυχία, (raro) ανησυχιά
ουσιαστικό θηλυκό preoccupazio`ne ~f~; inquietu`dine ~f~; a`nsia ~f~; agitazio`ne ~f~; irrequiete`zza ~f~ η πολιτική κατάσταση προκαλεί ανησυχίες==la situazione politica desta preoccupazioni | η ανησυχία του ήταν ολοφάνερη==la sua inquietudine era manifesta | δεν υφίσταται λόγος ανησυχίας==non c'è motivo di preoccuparsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |