Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναρτημένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αναρτώ] 2 espo`sto 3 pe`nsile ανηρτημένος επίθετο 1 variante di [αναρτημένος] 2 participio passato del verbo [αναρτώ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |