Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άναρχος  
επίθετο

1 senza capo; senza gove`rno
2 religione [attributo di Dio, in quanto senza capi]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναρχοκομμουνίστρια αναρχοσυνδικαλισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---