Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 respirazio`ne ~f~
2 risto`ro ~m~
3 sgra`vio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάσαση ανασεμιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---