Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασαίνω  
ρήμα αμετάβατο

1 respira`re;
2 ((figurato)) rifiata`re; senti`rsi solleva`to
3 ((figurato)) respira`re; dare tre`gua; dare respi`ro αυτό το παιδί δεν μ' αφήνει να ανασάνω==questo bambino non mi lascia respirare

ανεσαίνω
ρήμα αμετάβατο

variante di [ανασαίνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασαιμιά ανασαλεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---