Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασκαλεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 smuo`vere ανασκαλεύω το χώμα σε μια γλάστρα==smuovere la terra in un vaso
2 razzola`re; ruspa`re; raspa`re οι κότες ανασκαλεύουν στην αυλή==le galline razzolano sull'aia
3 ((figurato)) ricerca`re; fruga`re; rovista`re ανασκαλεύω τα συρτάρια==frugare nei cassetti
4 ((figurato)) scava`re; rivanga`re μην ανασκαλεύεις παλιές ιστορίες==non rivangare vecchie storie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασκάλευση ανασκάλισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---