Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασηκώνομαι
ρήμα παθητικό

solleva`rsi un po'

ανασηκώνω  
ρήμα μεταβατικό

solleva`re un po'

ανασκώνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [ανασηκώνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασηκωμένος ανασκάβω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---