Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανασαιμιά
ουσιαστικό θηλυκό respirazio`ne ~f~ ανασαμιά ουσιαστικό θηλυκό variante di [ανασαιμιά] ανασεμιά ουσιαστικό θηλυκό variante di [ανασαιμιά] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |