Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανάσα
ουσιαστικό θηλυκό 1 respi`ro ~m~; fia`to ~m~ κόπηκε η ανάσα μου==sono rimasto senza fiato | αυτή η ανηφόρα μού έκοψε την ανάσα==questa salita mi ha tolto il fiato | μια σκηνή που κόβει την ανάσα==una scena mozzafiato | με κομμένη την άνασα==col fiato sospeso 2 ((figurato)) ripo`so ~m~; sollie`vo ~m~; fia`to ~m~ άσε με να πάρω μια ανάσα!==lasciami riprendere il fiato! ανέσα ουσιαστικό θηλυκό variante di [ανάσα] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπέρνω ανάσα = riprendere fiato Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |