Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασηκωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ανασηκώνω]
2 rialza`to

ανασκωμένος
επίθετο

variante di [ανασηκωμένος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασήκωμα ανασηκώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---