Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αναρχοκομμουνίστρια

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αναρχοκομμουνίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αναρχοκομμουνιστής ^-ή, ο^]

permalink
‹ αναρχοαυτόνομος
άναρχος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αναρχικός [επίθ.]
αναρχικός [ουσ αρσ ]
αναρχισμός [ουσ αρσ ]
αναρχοαυτόνομος [επίθ.]
αναρχοαυτόνομος [ουσ αρσ ]
αναρχοκομμουνίστρια [θηλ.ουσ]
άναρχος [επίθ.]
αναρχοσυνδικαλισμός {χωρ. πληθ...
αναρχούμαι {αναρχείσα...
αναρωτιέμαι {αναρωτήθη...
αναρωτιούμαι 3sg αναρωτ...
ανάσα [θηλ.ουσ]
ανασαιμιά [θηλ.ουσ]
ανασαίνω {ανάσανα} ...
ανασαλεύω aor ανασάλ...
ανασαμιά [θηλ.ουσ]
ανάσαση [θηλ.ουσ]
ανασασμός [ουσ αρσ ]
ανασεμιά [θηλ.ουσ]
ανασήκωμα [ουσ ουδ.]


{{ID:ANARCOKOMMOYNISTHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti