Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάρρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

convalesce`nza ~f~; guarigio`ne ~f~ δύσκολη ανάρρωση==convalescenza difficile | σου εύχομαι γρήγορη ανάρρωση==ti auguro una pronta guarigione

ανάρρωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανάρρωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναρρώνω αναρρωτήριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---