Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ανάρρωση
ουσιαστικό θηλυκό
convalesce`nza ~f~; guarigio`ne ~f~
δύσκολη ανάρρωση==convalescenza difficile
|
σου εύχομαι γρήγορη ανάρρωση==ti auguro una pronta guarigione
ανάρρωσις
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di
[ανάρρωση ^-ης, η^]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αναρρώνω
αναρρωτήριο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αναρροφημένος
[επίθ.]
αναρρόφηση
{-ης κ. -ή...
αναρροφητικός
[επίθ.]
αναρροφώ
{αναρροφεί...
αναρρώνω
{ανάρρωσα ...
ανάρρωση
{-ης κ. -ώ...
ανάρρωσις
αναρρώσεως
αναρρωτήριο
{αναρρωτηρ...
αναρρωτικός
[επίθ.]
αναρτημένος
[επίθ.]
αναρτήρας
[ουσ αρσ ]
αναρτήσεις
[θηλ. ουσ πληθ.]
ανάρτηση
{-ης κ. -ή...
ανάρτυγος
[επίθ.]
αναρτώ
{αναρτάς.....
αναρχία
{χωρ. πληθ...
αναρχικός
[επίθ.]
αναρχικός
[ουσ αρσ ]
αναρχισμός
[ουσ αρσ ]
αναρχοαυτόνομος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis