Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναρρώνω  
ρήμα αμετάβατο

guari`re; ristabili`rsi; rime`ttersi; riacquista`re le forze

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναρροφώ ανάρρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---