Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναρχία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 politica anarchi`a ~f~
2 ((per estensione)) confusio`ne ~f~; diso`rdine ~m~; anarchi`a ~f~ σ' αυτό το σπίτι βασιλεύει η αναρχία==in questa casa regna l'anarchia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναρτώ αναρχικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---