Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανησυχητικός  
επίθετο

preoccupa`nte; inquieta`nte; conturba`nte η κατάσταση είναι ανησυχητική==la situazione è preoccupante | ανησυχητικές ειδήσεις==notizie inquietanti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανησυχαστικός ανησυχία, (raro) ανησυχιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---