Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανηφορικός  
επίθετο

in sali`ta ανηφορικός δρόμος==strada in salita; salita

ανηφορικότατος
επίθετο

superlativo di [ανηφορικός]

ανηφορικότερος
επίθετο

comparativo di [ανηφορικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανηφορίζω ανήφορο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---