Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανθεκτικότητα
ουσιαστικό θηλυκό resiste`nza ~f~ η ανθεκτικότητα ενός μετάλλου==la resistenza di un metallo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |