Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθηρός  
επίθετο

1 pie`no di fio`ri; fiori`to; infiora`to
2 ((figurato)) flo`rido; pro`spero; fiore`nte τα οικονομικά μου δεν είναι καθόλου ανθηρά==la mia situazione economica non è per niente florida | ανθηρή όψη==aspetto florido

ανθηρότατος
επίθετο

superlativo di [ανθηρός]

ανθηρότερος
επίθετο

comparativo di [ανθηρός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανθηροζωίδιο ανθηρότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---