Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανθίζομαι
ρήμα παθητικό

lo stesso che [ανθώ]

ανθίζω
ρήμα αμετάβατο

lo stesso che [ανθώ]

ανθώ  
ρήμα αμετάβατο

1 fiori`re; e`ssere in fio`re
2 ((figurato)) fiori`re; prospera`re την τρίτη χιλιετηρίδα άνθησε στις Κικλάδες ένας σημαντικός πολιτισμός==nel terzo millennio, nelle Cicladi fiorì un'importante civiltà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άνθι, (raro) ανθί ανθίζων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---