Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάνθηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 fioritu`ra ~f~ 2 ((figurato)) fioritu`ra ~f~ ο ιταλικός κινηματογράφος γνώρισε μεγάλη άνθηση τη δεκαετία του '50==il cinema italiano conobbe una grande fioritura negli anni '50 | η άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών==la fioritura delle lettere e delle arti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |