Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανησυχώ
ρήμα μεταβατικό 1 ταράζω preoccupa`re; impensieri`re η μακρά του σιωπή με ανησυχεί==il suo lungo silenzio mi impensierisce | τα λόγια του με ανησύχησαν==le sue parole mi inquietarono 2 disturba`re οι γείτονες μας ανησυχούν κάθε βράδυ==ogni sera i vicini ci disturbano ανησυχώ ρήμα αμετάβατο preoccupa`rsi; stare in pensie`ro; stare in a`nsia η μητέρα μου ανησυχεί όταν αργώ να γυρίσω σπίτι==mia madre è in ansia quando tardo a tornare a casa | μην ανησυχείς!==non preoccuparti! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |