Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άνδρας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 uo`mo ~m~; ma`schio ~m~ το αγόρι έγινε άντρας==il ragazzo si è fatto uomo | η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών==la parità tra uomini e donne
2 perso`na ~f~ coraggio`sa; uo`mo ~m~ φέρσου σαν άντρας!==comportati da uomo!
3 mari`to ~m~; uo`mo ~m~
4 militare solda`to ~m~; uo`mo ~m~ οδήγησε τους άντρες του στην επίθεση==ha guidato i suoi uomini all'attacco

ανήρ
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [άντρας ^-α, ο^]

άντρας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [άνδρας ^-α, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανδράποδο ανδρεία, (raro) ανδρειά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---