Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανδραπόδιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sottomissio`ne ~f~
2 suddita`nza ~f~
3 assoggettame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανδραποδίζω ανδράποδο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---