Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανδραγαθία, (raro) ανδραγαθιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 eroi`smo ~m~; cora`ggio ~m~; valo`re ~m~ παράσημο επ' ανδραγαθία==medaglia al valore
2 prode`zza ~f~; atto ~m~ ero`ico; atto ~m~ di cora`ggio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανδραγάθημα ανδραποδίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---