Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ανδράποδο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ανδράποδο  
ουσιαστικό ουδέτερο

cortigia`no ~m~

permalink
‹ ανδραπόδιση
άνδρας ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

άνδηρο {ανδήρ-ου ...
ανδραγάθημα {ανδραγαθή...
ανδραγαθία, (raro) ανδραγαθιά {ανδραγαθι...
ανδραποδίζω {ανδραπόδι...
ανδραπόδιση [θηλ.ουσ]
ανδράποδο {ανδραπόδ-...
άνδρας {-α κ. (λό...
ανδρεία, (raro) ανδρειά {χωρ. πληθ...
ανδρείκελο {ανδρεικέλ...
ανδρείος (αντρείος,...
ανδρειωμένος [επίθ.]
ανδρειώνομαι {ανδρειώ-θ...
ανδριάντας [ουσ αρσ ]
ανδριάς [ουσ αρσ ]
ανδρίκειος [επίθ.]
ανδρίκια [επίθ.]
ανδρίκιος [επίθ.]
ανδρικός [επίθ.]
ανδρικότατος [επίθ.]
ανδρικότερος [επίθ.]


{{ID:ANDRAPODO100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti