Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανδρικός
επίθετο maschi`le; da uo`mo; viri`le ανδρικά ρούχα==abiti da uomo | ανδρική ηλικία==età virile | το ανδρικό μόριο==il membro virile | βραβείο δεύτερου ανδρικού ρόλου==premio per il miglior attore non protagonista ανδρικότατος επίθετο superlativo di [αντρικός] ανδρικότερος επίθετο comparativo di [αντρικός] ανδρικώτατος επίθετο superlativo di [αντρικός] ανδρικώτερος επίθετο comparativo di [αντρικός] αντρικός επίθετο variante di [ανδρικός ^-ή, -ό^] αντρικότατος επίθετο superlativo di [αντρικός] αντρικότερος επίθετο comparativo di [αντρικός] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα ανδρικά ρούχα = abbigliamento [αρσ.] da uomo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |