Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Ανδριώτης
ουσιαστικό αρσενικό

abitante ~m~ dell'isola di Andros

Ανδριώτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Ανδριώτης ^-η, ο^]
2 abitante ~f~ dell'isola di Andros

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανδρισμός Άνδρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---